stature
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stature (en)
- το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής
- η σπουδαιότητα, η ολκή, η αναγνωρισμένη πολιτική/κοινωνική ισχύς, το εκτόπισμα
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stature | statures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stature (fr) θηλυκό
- το ανάστημα, το ύψος κάποιου όταν στέκεται όρθιος και ευθυτενής, το μπόι
- (μεταφορικά) η σπουδαιότητα κάποιου