steam

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

steam (en) (μη μετρήσιμο)

  1. ο αχνός, ο ατμός, ο υδρατμός, το ζεστό αέριο στο οποίο μεταβάλλεται το νερό όταν βράζει
    steam rose from the hot springs - αχνοί βγαίνανε από τις θερμοπηγές
  2. ο αχνός, πολύ μικρές σταγόνες νερού που σχηματίζονται στον αέρα ή σε κρύες επιφάνειες όταν ο ζεστός αέρας κρυώνει ξαφνικά
    steam-covered windows - τζάμια σκεπασμένα με αχνούς
  3. (μεταφορικά) ο θυμός
  4. το ατμοκίνητο όχημα, το ταξίδι με ατμοκίνητο μέσο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας steam
γ΄ ενικό ενεστώτα steams
αόριστος steamed
παθητική μετοχή steamed
ενεργητική μετοχή steaming

steam (en)

  1. (αμετάβατο) αχνίζω, βγάζω αχνούς
    The kettle steamed on the stove.
    Η κατσαρόλα άχνιζε πάνω στην κουζίνα.
  2. (μεταβατικό) μαγειρεύω με ατμό
  3. (αμετάβατο) βγάζω ατμούς, καπνίζω
  4. (μεταφορικά) βγάζω καπνούς, είμαι θυμωμένος ή θυμώνω κάποιον
  5. (αμετάβατο) γεμίζω με υδρατμούς
  6. (αμετάβατο) ταξιδεύω με ατμοκίνητο μέσο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]