stehen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ρήμα[επεξεργασία]

stehen (de)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • das steht dir gut - σου πάει μια χαρά
  • meine Uhr steht - το ρολόι μου έχει σταματήσει
     αντώνυμα: meine Uhr geht vor - το ρολόι μου τρέχει
     αντώνυμα: meine Uhr geht nach - το ρολόι μου αργεί