sterno

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

sterno πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sterh₃-

Ρήμα[επεξεργασία]

sterno

  1. στρώνω
  2. καταβάλλω, καταρρίπτω
  3. καταπραΰνω
  4. κάνω κάτι ομαλό
  5. καταβάλλω, διαφθείρω
  6. καλύπτω
  7. ευπρεπίζω, ετοιμάζω

Κλίση[επεξεργασία]