stink

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας stink
γ΄ ενικό ενεστώτα stinks
αόριστος stank, stunk
παθητική μετοχή stunk
ενεργητική μετοχή stinking
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

stink (en)

  1. (αμετάβατο) βρομάω, βρομοκοπάω, μυρίζω άσχημα, όζω, ζέχνω
    Your feet stink!
    Τα πόδια σου βρομοκοπούν!
    That fish stinks.
    Αυτό το ψάρι βρομάει.
    The river stinks from the industrial waste.
    Ο ποταμός όζει από τα βιομηχανικά λύματα.
    The central part of the city stinks.
    Ζέχνει κεντρικό σημείο της πόλης.
     συνώνυμα: reek, smell bad
  2. (αμετάβατο, μεταφορικά) βρομάω, υπάρχουν ξεκάθαρα στοιχεία που δείχνουν διαφθορά, ανήθικες πράξεις
    The whole business stinks.
    Βρομάει η όλη υπόθεση.
     συνώνυμα: reek

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 177. ISBN 9780194325684. , λήμμα: βρομοκοπώ, βρομώ