stochastique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stɔ.kas.tik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stochastique | stochastiques |
stochastique (fr) αρσενικό ή θηλυκό