stock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stock (en)
- το απόθεμα
- η αρχική αγορά ενός προϊόντος ή υπηρεσίας
- ↪ stock cooler - η αρχική ψύκτρα (που συνοδεύει τον επεξεργαστή ενός υπολογιστή)
- ≠ αντώνυμα: aftermarket
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | stock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | stocks |
αόριστος | stocked |
παθητική μετοχή | stocked |
ενεργητική μετοχή | stocking |
stock (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stock | stocks |
stock (fr) αρσενικό
- το απόθεμα