stomate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stomate | stomates |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
stomate (fr) θηλυκό
- (βοτανική) στόμα
ενικός | πληθυντικός |
stomate | stomates |
stomate (fr) θηλυκό