storia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
storia | storie |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- storia < λατινική historia < αρχαία ελληνική ἱστορία < ἵστωρ (κριτής, μάρτυρας, γνώστης) < οἷδα + -τωρ (Είδ- + τωρ, το τελικό "δ" προ του "τ", τρεπόταν σε "σ")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
storia (it) θηλυκό