stosunkowo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

stosunkowo (pl) < stosunkowy (pl)

Επίρρημα[επεξεργασία]

stosunkowo (pl)

  1. σχετικώς, σχετικά (σε σύγκριση με κάποιον ή κάτι)
    Niemcy zarabiają więcej, ale ceny w Niemczech są stosunkowo wyższe - οι Γερμανοί βγάζουν περισσότερα αλλά οι τιμές στη Γερμανία είναι σχετικά ψηλότερες

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  stosunek (pl)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]