straddle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

straddle (en)

  1. δρασκελίζω
  2. στέκομαι με τα πόδια ανοιχτά
  3. κάνω δοκιμαστικές βολές για να εκτιμήσω την απόσταση του στόχου

Ρήμα[επεξεργασία]

straddle (en)

  1. δρασκελιά, διασκελισμός
  2. (οικονομία) η επένδυση σε παράγωγα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • straddle στην αγγλική Βικιπαίδεια