strained
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | strained |
συγκριτικός | more strained |
υπερθετικός | most strained |
strained (en)
- κάτι που έχει στραγγιστεί με την έννοια του φιλτραρισμένου, που έχει περαστεί με πίεση, ζούπηγμα από σουρωτήρι ή ειδικό φίλτρο
- πιεσμένος, στρεσαρισμένος, τεταμένος, τεντωμένος (ψυχικά)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
strained (en)