stranger
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- stranger < strang(e) + -er συγκριτικό
Επίθετο[επεξεργασία]
stranger (en)
- συγκριτικός βαθμός του strange
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- stranger < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
stranger | strangers |
stranger (en)
- ο ξένος, η ξένη, ο άγνωστος, η άγνωστη
- ↪ All dogs bark at strangers.
- Όλοι οι σκύλοι γαβγίζουν τους ξένους.
- ↪ A stranger came up to me.
- Με πλησίασε ένας άγνωστος.
- ↪ All dogs bark at strangers.