streamline
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
streamline (en)
- σχεδιάζω αεροδυναμικά
- εκσυγχρονίζω, βελτιώνω
- απλουστεύω μηχανισμό ή διαδικασία χωρίς να υποβαθμίζεται, κάνω πιο αποδοτικό