strike
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
strike | strikes |
strike (en)
- το χτύπημα
- η απεργία
- ↪ The strikes suggest discontent among the workers.
- Οι απεργίες υποδηλώνουν δυσαρέσκεια των εργαζομένων.
- εκφράσεις: on strike
- ↪ The strikes suggest discontent among the workers.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | strike |
γ΄ ενικό ενεστώτα | strikes |
αόριστος | struck |
παθητική μετοχή | struck, stricken |
ενεργητική μετοχή | striking |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
strike (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με δύναμη
- (μεταβατικό, επίσημο) χτυπάω κάποιον ή κάτι με το χέρι μου ή με ένα όπλο
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για μια ασθένεια ή μια καταστροφή που συμβαίνει ξαφνικά και έχει επιβλαβή επίδραση σε κάποιον ή κάτι
- απεργώ
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χτυπάω, για ένα ρολόι που δείχνει την ώρα με ήχο
- (μεταβατικό) χτυπάω, παράγω μια μουσική νότα, ήχο κτλ. με ένα πλήκτρο ή χτυπώντας κάτι
- ↪ He struck a chord on the piano.
- Χτύπησε μια χορδή στο πιάνο.
- ↪ He struck a chord on the piano.
Παράγωγα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- striker
- Λήμματα με τον όρο 'strike' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'strike' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό