studentka
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- studentka < studium
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stuˈdɛ̃ntka/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
studentka (pl) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη studia