submerge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /səbˈmɜːd͡ʒ/
Ρήμα[επεξεργασία]
submerge (en)
- (για νερό) βυθίζω / βυθίζομαι, καταδύομαι
- (για έδαφος) κατακλύζω / κατακλύζομαι, πλημμυρίζω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Λήμμα «submerge», στο: D.N. Stavropoulos και A.S. Hornby, Oxford English - Greek Learner's Dictionary (Οξφόρδη κ.α.: Oxford University Press, 1977, ISBN 0-19-431147-3), σ. 692.