suborn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
suborn (en)
- προτρέπω κάποιον ή επιτρέπω σε κάποιον να διαπράξει εν γνώσει μου αδίκημα, ιδίως αυτό της ψευδομαρτυρίας
- to suborn perjury