substantivo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- substantivo < substantiv- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | substantivo | substantivoj |
αιτιατική | substantivon | substantivojn |
substantivo (eo)
- το ουσιαστικό