succeed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | succeed |
γ΄ ενικό ενεστώτα | succeeds |
αόριστος | succeeded |
παθητική μετοχή | succeeded |
ενεργητική μετοχή | succeeding |
Ρήμα[επεξεργασία]
succeed (en)
- επιτυγχάνω
- διαδέχομαι
- ↪ Who succeeded her as Prime Minister?
- Ποιος την διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία;
- ≈ συνώνυμα: come after
- ↪ Who succeeded her as Prime Minister?