suffisant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suffisant | suffisants |
suffisant (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
suffisant | suffisants |
suffisant (fr) αρσενικό