suggest
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | suggest |
γ΄ ενικό ενεστώτα | suggests |
αόριστος | suggested |
παθητική μετοχή | suggested |
ενεργητική μετοχή | suggesting |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
suggest (en) (μεταβατικό)
- προτείνω μια ιδέα ή ένα σχέδιο για να σκεφτούν άλλοι
- προτείνω, συνιστώ, μιλώ σε κάποιον για ένα κατάλληλο άτομο, πράγμα, μέθοδο κτλ. για μια συγκεκριμένη δουλειά ή σκοπό
- ↪ I am suggesting Skyros for our vacation.
- Προτείνω τη Σκύρο για τις διακοπές μας.
- ↪ I am suggesting that I meet him/that we meet with him.
- Προτείνω να τον συναντήσω/να τον συναντήσαμε.
- ↪ The guidebook suggests that we visit the local cathedral, which is apparently beautiful.
- Ο τουριστικός οδηγός προτείνει να επισκεφθούμε τον τοπικό καθεδρικό ναό, που όπως φαίνεται, είναι όμορφος.
- ↪ The doctor suggested complete rest.
- Ο γιατρός συνέστησε τέλεια ανάπαυση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη advise
- ↪ I am suggesting Skyros for our vacation.
- δείχνω, κάνω κάποιον να υποθέσει κάτι, κάνω κάποιον να πιστεύει ότι κάτι είναι αλήθεια
- υπονοώ, δηλώνω κάτι έμμεσα