suicídio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
suicídio (pt) < γαλλικό suicide
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suicídio | suicídios |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suicídio (pt)
suicídio (pt) < γαλλικό suicide
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suicídio | suicídios |
suicídio (pt)