sumienie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sumienie sumienia
γενική sumienia sumień
δοτική sumieniu sumieniom
αιτιατική sumienie sumienia
οργανική sumieniem sumieniami
τοπική sumieniu sumieniach
κλητική sumienie sumienia

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sumienie (pl) ουδέτερο