sunrise
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sunrise | sunrises |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sunrise (en)
- η ανατολή του ήλιου
- ↪ We will see the sunrise in the morning and the sunset in the afternoon.
- Θα δούμε την ανατολή του ήλιου το πρωί και την δύση του ήλιου το απόγευμα.
- ↪ We will see the sunrise in the morning and the sunset in the afternoon.