support

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
support supports

support (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η στήριξη, η έγκριση που δίνω σε κάποιον ή κάτι επειδή θέλω να είναι επιτυχημένος
    I have her support.
    Έχω την υποστήριξή της.
    The government has the support of the people.
    Η κυβέρνηση έχει τη στήριξη του λαού.
  2. (μη μετρήσιμο) το στήριγμα, χρήματα ή αγαθά που δίνω σε κάποιον ή κάτι για να τον βοηθήσω
    He is the chief source of support for his family.
    Είναι το κυριότερο στήριγμα της οικογένειάς του.
  3. (μη μετρήσιμο) η υποστήριξη, η συμπάθεια και η βοήθεια που δίνω σε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση
    The government promised full support to the earthquake victims.
    Η κυβέρνηση υποσχέθηκε αμέριστη υποστήριξη προς τους σεισμοπλήκτους.
  4. η στήριξη, πράγμα που στηρίζει κάτι και το εμποδίζει να πέσει
    The bridge needs another support.
    Η γέφυρα θέλει κι άλλη στήριξη.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας support
γ΄ ενικό ενεστώτα supports
αόριστος supported
παθητική μετοχή supported
ενεργητική μετοχή supporting

support (en)

  1. υποστηρίζω
     συνώνυμα:  advocate, back, champion, defend, stand up for και stick up for
  2. στηρίζω

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
support supports

support (fr) αρσενικό

  1. βάση, υποστήριγμα
  2. βάση, μέσο εγγραφής

Συγγενικά[επεξεργασία]