supporter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supporter | supporters |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
supporter (en)
- υποστηρικτής
- (εραλδική) υποστηρικτής, πρόσωπο, ζώο ή αντικείμενο, που συνήθως τοποθετούνται σε κάθε πλευρά ενός θυρεού, και απεικονίζονται να τον κρατούν
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- supporter (ρήμα) < λατινική supportare
- supporter (ουσιαστικό) < αγγλική supporter
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
supporter (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
supporter | supporters |
supporter (fr) αρσενικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
και