surcharge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
surcharge (fr) θηλυκό
- η υπερφόρτωση, η επιβάρυνση
ενικός | πληθυντικός |
surcharge | surcharges |
surcharge (fr) θηλυκό