surenchère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
surenchère | surenchères |
surenchère (fr) θηλυκό
- μεγαλύτερη (από κάποιαν άλλη) προσφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη surenchérir