surexposé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | surexposé | surexposés |
θηλυκό | surexposée | surexposées |
Επίθετο[επεξεργασία]
surexposé (fr)
- που έχει εκτεθεί υπερβολικά