surprised
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | surprised |
συγκριτικός | more surprised |
υπερθετικός | most surprised |
surprised (en)
- έκπληκτος, κατάπληκτος
- ↪ He looked at me surprised.
- Με κοίταξε κατάπληκτος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη astonished
- ↪ He looked at me surprised.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
surprised (en)