suspens
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suspens | suspens |
suspens (fr)
- (κοινό) που εκκρεμεί
- → δείτε τη λέξη en suspens
- (αρσενικό) αργός (για κληρικό που καταδικάστηκε σε αργία)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
suspens | suspens |
suspens (fr) αρσενικό
Πηγές[επεξεργασία]
- suspens - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé