suspens

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

suspens < λατινική suspensus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sys.pɑ̃/

Επίθετο[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
suspens suspens

suspens (fr)

  1. (κοινό) που εκκρεμεί
    → δείτε τη λέξη en suspens
  2. (αρσενικό) αργός (για κληρικό που καταδικάστηκε σε αργία)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ενικός πληθυντικός
suspens suspens

suspens (fr) αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]