suture
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suture (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
suture | sutures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
suture (fr) θηλυκό