sweatshop

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sweatshop (en)

  • ένα εργοστάσιο ή άλλος χώρος εργασίας όπου οι μισθοί είναι χαμηλοί και οι συνθήκες εργασίες είναι πολύ δύσκολες ή αντίθετες με τη νομοθεσία