sympathiser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sympathiser (en)
- (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπόνια, που συμπάσχει με κάποιον
- (ΗΒ) αυτός που δείχνει συμπάθεια για κάποιες ιδεολογικές απόψεις, ο συμπαθών
- a Communist sympathiser - συμπαθών του κομμουνισμού (αλλά όχι μέλος ενός κομμουνιστικού κόμματος)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
sympathiser (fr)