syncope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: syncopé

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

syncope (en)



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

syncope < sincope 1314 < λατινική syncopa < αρχαία ελληνική συγκοπή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
syncope syncopes

syncope (fr) θηλυκό

  1. (ιατρική) η συγκοπή
    → δείτε τη λέξη  éblouissement, étourdissement, évanouissement, lipothymie
  2. (γλωσσολογία) η συγκοπή
    dénouement >> dénoûment
  3. (μουσική) η συγκοπή
    → δείτε τη λέξη  contretemps

Συγγενικά[επεξεργασία]