syndicaliste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
syndicaliste | syndicalistes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
syndicaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- o συνδικαλιστής - η συνδικαλίστρια
ενικός | πληθυντικός |
syndicaliste | syndicalistes |
syndicaliste (fr) αρσενικό ή θηλυκό