sytuacja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική sytuacja sytuacje
γενική sytuacji sytuacji(/sytuacyj)
δοτική sytuacji sytuacjom
αιτιατική sytuac sytuacje
οργανική sytuac sytuacjami
τοπική sytuacji sytuacjach
κλητική sytuacjo sytuacje

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sytuacja (pl) θηλυκό