sztuczny

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

sztuczny (pl)

  1. τεχνητός
    mój struj ma sztuczną nerką: ο θειος μου έχει τεχνητό νεφρό