tâcher
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tâcher (fr)
- δοκιμάζω, προσπαθώ
- tâche d'être à l'heure au rendez-vous - προσπάθησε να είσαι στην ώρα σου στο ραντεβού
Δείτε επίσης : tacher |
tâcher (fr)