tératologique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /te.ʁa.tɔ.lɔ.ʒi/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tératologique | tératologiques |
tératologique (fr) αρσενικό ή θηλυκό