tachycardie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ki.kaʁ.di/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tachycardie | tachycardies |
tachycardie (fr) θηλυκό
- (ιατρική) η ταχυκαρδία