tagen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
tagen (de)
- (αμετάβατο) κάθομαι
- (μεταβατικό) (απρόσωπο) ξημερώνει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Tag
tagen (de)