take aback

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας take aback
γ΄ ενικό ενεστώτα takes aback
αόριστος took aback
παθητική μετοχή taken aback
ενεργητική μετοχή taking aback

Ετυμολογία [επεξεργασία]

take aback < → δείτε τις λέξεις take και aback

Ρήμα[επεξεργασία]

take aback (en)

Πηγές[επεξεργασία]