takeout
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
takeout | takeouts |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
takeout (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) φαγητό απέξω, έτοιμο φαγητό που αγοράζουμε από κάποιο κατάστημα και το τρώμε στο σπίτι μας