talk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
talk | talks |
talk (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | talk |
γ΄ ενικό ενεστώτα | talks |
αόριστος | talked |
παθητική μετοχή | talked |
ενεργητική μετοχή | talking |
talk (en)
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
talk (pl) αρσενικό
- το ταλκ