talonner

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

talonner, αρχική έννοια: αναποδογυρίζω κάτι με το πόδι < taluner, κλωτσώ < talon

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.lɔ.ne/

Ρήμα[επεξεργασία]

talonner (fr)

  1. ακολουθώ κάποιον διαρκώς και σε απόσταση αναπνοής
  2. (μεταφορικά) καταπιέζω, ταλαιπωρώ κάποιον
  3. κεντρίζω ένα άλογο με τα σπιρούνια
  4. κλωτσώ
  5. (στο ράγκμπι) στέλνω τη μπάλα στην ομάδα μου με το πόδι
  6. (στο ποδόσφαιρο), (στο μπάσκετ) μαρκάρω στενά

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  talon