talus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
talus | talus |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
talus (fr) αρσενικό
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
talus (la) αρσενικό
- (ανατομία) αστράγαλος
- (ανατομία) φτέρνα
- (για αρπακτικό πτηνό) νύχι
- κόκκαλο από αρθρώσεις ζώων που χρησιμοποιείται για παιχνίδια
- (στον πληθυντικό) παιχνίδι με ζάρια
Πηγές[επεξεργασία]
- talus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.