tape
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
tape | tapes |
tape (en)
- η μαγνητοταινία
- το σελοτέιπ
- electrical tape: μονωτική ταινία
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | tape |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tapes |
αόριστος | taped |
παθητική μετοχή | taped |
ενεργητική μετοχή | taping |
tape (en)
- κολλάω με κάποιο είδος ταινίας/σελοτέιπ
- καταγράφω, εγγράφω τον ήχο, ηχογραφώ, μαγνητοφωνώ
- (κινηματογράφος) καταγράφω, εγγράφω σε ταινία, κινηματογραφώ, βιντεοσκοπώ
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 460. ISBN 9780194325684., λήμμα: κολλώ
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tape (fr) θηλυκό