tasko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tasko | taskoj |
αιτιατική | taskon | taskojn |
tasko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | tasko | taskoj |
αιτιατική | taskon | taskojn |
tasko (eo)